- σορόκος
- ο, Νβλ. σιρόκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σορόκος — ο βλ. σιρόκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιρόκος — Λέγεται και σορόκος. Ξερός, συχνά θερμός άνεμος, που καταστρέφει τη βλάστηση γιατί ενισχύει την εξάτμιση και έτσι προκαλεί στα φυτά έλλειψη υγρασίας και διαταραχή της ανταλλαγής της ύλης. Είναι ο «εύρος» των αρχαίων Ελλήνων (ΝΑ. άνεμος) που… … Dictionary of Greek
άκαρπος — η, ο (Α ἄκαρπος, ον) 1. αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο άγονος «άκαρπο δέντρο», «ἄκαρποι ἄρουραι» 2. ο άτεκνος, ο στείρος «άκαρπη γυναίκα», «ἄκαρπον ζῷον» (Πλάτ. Τίμ. 91 c) 3. ανώφελος, άσκοπος «άκαρπη συζήτηση», «ἄκαρπος πόνος» (Βακχυλ. απ. 7,… … Dictionary of Greek
ετησίες — οι (Α ἐτησίαι) [έτος] (πολλές φορές συνοδεύεται από τη λέξη άνεμοι) περιοδικοί βόρειοι άνεμοι που πνέουν το καλοκαίρι στην ανατολική λεκάνη τής Μεσογείου, οι μεσογειακοί μουσσώνες, τα μελτέμια αρχ. 1. ο άνεμος Εύρος, δηλ. ο νοτιοανατολικός, κν.… … Dictionary of Greek
οστριασιρόκος — και οστριασορόκος, ο ο νοτιοανατολικός άνεμος, ο ευρόνοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < όστρια + σιρόκος / σορόκος] … Dictionary of Greek
σοροκάδα — η, Ν κοινή ονομασία που δίνεται από τους ναυτικούς στους ανέμους οι οποίοι πνέουν από τα νοτιοδυτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σορόκος + κατάλ. άδα (πρβλ. φεγγαρ άδα)] … Dictionary of Greek
σοροκάδα — η δυνατός σορόκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)